top of page

Οι φιλενάδες




-Τί γίνεται φιλενάδα? ρώτησε η Θέκλα η καρέκλα τη Στέλλα την ομπρέλα που λιάζονταν δίπλα της... Βλέπεις να'ρχεται κανείς από κει ψηλά που είσαι?

-Μπα, τίποτα και σήμερα Θεκλίτσα μου, πήγε ήδη 2 το μεσημέρι και κανείς δε φάνηκε, πάλι μονάχες μας θα τη βγάλουμε, το βλέπω...

-Δε μπορώ να το καταλάβω, άλλες χρονιές τέτοια εποχή η παραλία ήταν τίγκα στον κόσμο.

-Θυμάσαι την περασμένη βδομάδα, κείνον τον κυριούλη που είχε έρθει για μπάνιο?

-Αμ πώς να μην τον θυμάμαι Στέλλα μου? Έκατσε πάνω μου και με κοψομέσιασε και σα δεν έφτανε αυτό, άρχισε να τεντώνεται και ν' απλώνεται και να τραμπαλίζεται δεξιά κι αριστερά και κρααακ μου την έσπασε την πλατούλα μου...

-Ε λοιπόν, στην εφημερίδα που κρατούσε έγραφε κάτι περίεργα για κάποιον κυρ Σωτήρη που οδύρονταν κι όλο δάκρυζε και πολύ ανησυχεί για τον κόσμο που κυκλοφορεί έτσι ανεύθυνα στις πλατείες και τις παραλίες και πως στο εξής όποιος ξεμυτίζει θα πληρώνει πρόστιμο.

-Πρόστιμο? Σαν κι αυτό που πλήρωναν πέρσι όσοι έρχονταν να κάτσουν στη σκιά σου?

-Αμάν ρε φιλενάδα ντιπ σούργελο είσαι! Αυτό δεν ήταν πρόστιμο, ενοίκιο ήταν που είχε βάλει ο κυρ Μπάμπης με το μπητσόμπαρο σ'όσους ήθελαν ομπρέλα στην παραλία.

-Μάλιστα! Πέρσι στο Μπάμπη πληρώναν τη σκιά, φέτος στο Σωτήρη πληρώνουν την έξοδο... Να μου το θυμάσαι, δεν είναι μακριά η μέρα που θα πληρώνουν και την ανάσα τους ακόμα.

Τεσπά, για ρίξε πάλι μια ματιά, να χαρείς το μπόι σου βρε Στελλίτσα, μπας και φάνηκε άνθρωπος στον ορίζοντα?

-Τζίφος Θέκλα μου, μόνο μαύρα σύννεφα πλησιάζουν βιαστικά κι αγριεμμένα και κάτι βάρκες που τρέχουν να προλάβουν μην τις πιάσει μεσοπέλαγα το μπουρίνι που'ρχεται. Μάλλον αυτό ήταν για φέτος φιλενάδα, καλοκαιράκι τέλος.

bottom of page