top of page

I bless the rains down in Africa



Η μέρα ξεκίνησε κομματάκι περίεργα: ο αέρας λες κι ήταν πυκνότερος σήμερα κι η μυρωδιά του δρόμου, ένα μείγμα από μπαχάρια, κάπνα και φρεσκοεπεξεργασμένο δέρμα, χώνονταν βίαια στα ρουθούνια μου, με ξετρύπαγε ακαριαία μέχρι τον εγκέφαλο, ερεθίζοντας τα ήδη ταλαιπωρημένα από μια ψιλο-ίωση ιγμόρειά μου.


5 γουλιές καφέ αργότερα, αν μπορεί να λογιστεί ως καφές αυτό το μαυροζούμι που σερβίρουν στο πρωινό οι βοριοαφρικάνοι, κληρονομιά από τους Γάλλους που έκαναν χρόνια κουμάντο σ’ αυτό τον τόπο, βγαίνω από το ριάντ που με φιλοξενούσε κι αμέσως αντιλαμβάνομαι την αλλαγή.

Ο γαλάζιος αφρικάνικος ουρανός έχει δώσει τη θέση του σε μια αρρωστιάρικη ασπρίλα, απ’ άκρη σ’ άκρη, ενώ ο αέρας που φυσάει φέρνει κίτρινες πινελιές από την άμμο της ερήμου, δίνοντάς σου ταυτοχρόνως την αίσθηση οτι κάποιο αόρατο χέρι σού καταβρέχει αργά αλλά βασανιστικά τη ραχοκοκκαλιά. Πέρα μακριά, στα δυτικά, ο ορίζοντας είχε ήδη μαυρίσει. Σήκωσα το βλέμμα, ασυναίσθητα σκέφτηκα “καλά θα πάει κι αυτό” και χώθηκα μέσα στα σουκ.


Δεν είχε περάσει μισή ώρα κι από τις λαμαρίνες που στέγαζαν το σουκ των βιβλιοδετών άρχισε ν’ ακούγεται ένα ρυθμικό “ντιν, ντιν, ντανγκ, ντιν” το οποίο όλο και πύκνωνε.

Μέσα σε δέκα μόλις λεπτά οι ουρανοί είχαν ανοίξει κι οι πρόχειρες στέγες πάνω από τα κεφάλια μας, μη μπορώντας να διαχειριστούν τον όγκο του νερού που έπεφτε, άρχισαν αρχικά να στάζουν, για να σχηματίσουν λίγο αργότερα μικρούς καταρράκτες που μούσκευαν ανελέητα τα πάντα, μαγαζιά ανθρώπους κι εμπορεύματα.


Ο μαγαζάτορας παραδίπλα ξεστόμισε μια ακατάληπτη βλαστήμια κι άρχισε να τσαλαβουτάει στα βρωμόνερα μαζεύοντας άρον άρον, για να σώσει ότι προλάβαινε από το εμπόρευμά του, βιβλία, λευκώματα και δερματόδετα σημειωματάρια, που ήταν αραδιασμένα γύρω από το πλατύσκαλο του μικροσκοπικού του μαγαζιού.

Αντιθέτως, ο γείτονάς του, ντυμένος με τον παραδοσιακό τζαλαμπά και βαθιά θρησκευόμενος όπως μαρτυρούσε ο κατάμαυρος μώλωπας στο κούτελό του δεν έδειξε να ταράζεται ιδιαίτερα. Κοίταξε νωχελικά τα νερά που έπεφταν από ψηλά, μετά το εμπόρευμά του που βρεχόταν κι απρόθυμα έβγαλε ένα ταλαιπωρημένο μουσαμά για να καλύψει ότι μπορούσε απ’ αυτά.


Τότε ήταν που αντιλαμβανόμενος την απορία μου, γύρισε αργά προς το μέρος μου, σήκωσε τις παλάμες του δείχνοντας προς τα πάνω, χαμογέλασε και με μια σταθερή κι ήρεμη φωνή μού είπε: “ο Πάνσοφος ξέρει καλλίτερα απ’ όλους μας. Τί κι αν χαλάσουν 5-10 βιβλία, τί αξία έχουν αυτά μπρος στην ευλογία που θα φέρει το νερό της βροχής στον τόπο?”


Η καταιγίδα δεν κράτησε πολύ. Τα σύννεφα αφράτα και κάτασπρα σαν το μπαμπάκι άρχισαν να σκορπίζουν, ο ουρανός ξεπρόβαλε ανάμεσά τους καταγάλανος και πάλι.

Το μόνο που μαρτυρούσε τί είχε προηγηθεί ήταν οι λιμνούλες καθαρού βρόχινου νερού που είχαν σχηματιστεί στο πλακόστρωτο της πλατείας. Ο κόσμος άρχισε σιγά σιγά να ξεπροβάλει κι ένας ηλικιωμένος οργανοπαίκτης με την παραδοσιακή του φορεσιά πέρασε μπροστά μου.

bottom of page