top of page

Πλατεία Κοτζιά



Παλιά, στη "χρυσή" δεκαετία της ανοικοδόμησης της Αθήνας - το '60 - στην πλατεία Κοτζιά μπροστά από το παλιό δημαρχείο, ήταν η πιάτσα των μπογιατζήδων.


Μαστόροι απ'όλο το λεκανοπέδιο έπαιρναν τα σύνεργά τους, συνήθως ένα ντενεκέ και μια μπατανόβουρτσα κι έπιαναν πόστο αξημέρωτα, περιμένοντας το μεροκάματο από κάποιον εργολάβο ή ιδιώτη που ήθελε να βάψει το σπίτι του.


Η διαπραγμάτευση ήταν σύντομη: Το πολύ σε μία, βαριά μιάμιση ώρα, οι τυχεροί είχαν κλείσει τη συμφωνία της ημέρας, ανέβαιναν στ' αυτοκίνητο του προσωρινού τους εργοδότη και όδευαν προς κάποια οικοδομή.


Οι ολιγότερο τυχεροί, αυτοί που είτε περίσσευαν, είτε δεν τα είχαν βρει με το αφεντικό, απογοητευμένοι, φορτώνονταν και πάλι τα εργαλεία της δουλειάς και μετά από μια στάση για καφέ σε κάποιο από τα καφενεία της πλατείας Ομονοίας, επέστρεφαν σπίτι άπρακτοι και χωρίς μεροκάματο, με την ελπίδα οτι την επομένη θα σπάσει η γκίνια.


Τα χρόνια πέρασαν, ό,τι μπορούσε να χτιστεί χτίστηκε, η πλατεία Κοτζιά αναπλάστηκε, το δημαρχείο μετακόμισε κι οι μπογιατζήδες έπαψαν πια ν'αναζητούν τον επιούσιο στο πεζοδρόμιο.

Ένας αστικός μύθος λέει πως οι ψυχές των παλιών μαστόρων που σχωρέθηκαν, δεν τα καταφέρνουν να βολευτούν στις αιώνες κατοικίες τους και κάθε ξημέρωμα επιστρέφουν στην πλατεία με τη μορφή περιστεριών. Βολτάρουν στο πλακόστρωτο, τσιμπολογάνε κάνα κομμάτι ψωμί που τους πετούν οι περαστικοί, τα λένε με τους παλιούς τους συντρόφους μέχρι να έρθει το σούρουπο, οπότε παίρνουν το δρόμο του γυρισμού για τον άλλο κόσμο.

bottom of page