top of page

Simit



Ξεχώριζε μέσα στο πολύβουο πλήθος σαν τη μύγα μες στο γάλα.


Να ‘ταν τα χρώματα και τα χαρακτηριστικά του προσώπου της που τοποθετούσαν την καταγωγή της σε κάποια απ’ τις χώρες της ανατολικής Ευρώπης ή τα ακάλυπτά της μαλλιά και το διάστικτο από μικρά - μικρά ανθάκια φουστάνι που φορούσε, που την έφερναν σε πλήρη αντίθεση με τους υπόλοιπους – σχεδόν αποκλειστικά άντρες - μικροπωλητές της αποβάθρας στο Eminönü...


Έκατσα για λίγα λεπτά και τη χάζεψα: Χρησιμοποιούσε τα επιδέξια αφράτα της δάχτυλα με μια μοναδική μαεστρία τακτοποιώντας τα σιμίτια στην προθήκη του τροχήλατου μαγαζιού της με τρόπο που κανείς – πόσο μάλλον εγώ - δε θα μπορούσε να αντισταθεί.

Της χαμογέλασα και χωρίς να βγάλω λέξη, έριξα στο δίσκο με τα ψιλά λίγες λίρες, το ευτελές αντίτιμο μιας γευστικής ηδονής που μόνο οι εραστές του φαγητού του δρόμου μπορούν να εκτιμήσουν, μου χαμογέλασε κι αυτή, έσκυψε προσεκτικά, ευλαβικά σχεδόν, πάνω από τη μικρή της βιτρίνα και μου πρόσφερε το καλλίτερο σιμίτι της ζωής μου:

Όσο πρέπει τραγανό απ’ έξω, διακοσμημένο μ’ εκείνο το υπέροχο αρωματικό ψιλό σουσάμι που δε μπορείς πια να βρεις στα μέρη μας, μαστιχωτό από μέσα, μια απόδειξη οτι η υψηλή τέχνη κι η ευτυχία βρίσκεται πράγματι στα μικρά και καθημερινά.

bottom of page